Οι τεχνολογικές εξελίξεις σε έναν κόσμο που αλλάζει είναι ραγδαίες και, μερικές φορές, δυσκολευόμαστε να τις παρακολουθήσουμε. Η τεχνολογία του ήχου, συγκεκριμένα, έχει βελτιωθεί τόσο ραγδαία τα τελευταία χρόνια, που το “σύγχρονο” ανθρώπινο αυτί έχει συνηθίσει να ακούει ακόμα και την παραμικρή παραμόρφωση στα ηχητικά κύματα που προσλαμβάνει από τις πηγές του ήχου. Η εποχή του “ρομαντισμού”, του ραδιοφώνου και του βινυλίου έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί… ή μήπως όχι;
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερος κόσμος στρέφεται στην αγορά δίσκων βινυλίου ή καινούργιων συσκευών πικάπ. Ίσως το βασικό κριτήριο να ‘ναι ο “ρομαντισμός” και η νοσταλγία, ίσως να είναι η “επιστροφή στις ρίζες” όπως ο σύγχρονος κόσμος έχει θέσει ως στόχο, προκειμένου να ξεφύγει από την πεζή, σύγχρονη καθημερινότητα, είτε είναι ακόμα και η χροιά του βινυλίου, με την οποία ο ακροατής συνδέθηκε συναισθηματικά, είτε η ποιότητα του ήχου που προσφέρεται από το ίδιο το μέσον, όλο και περισσότερος κόσμος προχωρά στην επένδυση αγοράς δίσκων βινυλίου, ειδικότερα από το 2010 και έπειτα.
Ο δίσκος βινυλίου και το πικάπ έχουν συνδεθεί με τις ομορφότερές μας μνήμες: τις παιδικές. Ειδικότερα, οι γεννηθέντες από το 1970 και εντεύθεν θα θυμούνται ακόμα τη μητέρα τους να βγάζει τον δίσκο από τη χάρτινη συσκευασία και το πλαστικό σελοφάν του, να τον τοποθετεί επάνω στην περιστρεφόμενη πλάκα, να εναποθέτει επάνω του τη βελόνα και να ακούγεται το γνώριμο, γλυκό ηχόχρωμα του βινυλίου, που συντρόφευε τις μέρες και τις νύχτες ενός ρομαντικού ζευγαριού, μιας τετραμελούς οικογένειας, ενός μοναχικού συγγραφέα.
Φαίνεται, λοιπόν, πως από το 2010 και μετά ένα “κύμα” επαναφοράς των νοσταλγικών μνημών επανέφερε στο προσκήνιο και το βινύλιο, καθώς ολοένα και περισσότερος κόσμος σε Ευρώπη και Αμερική ξαναζεί όμορφες, παιδικές του αναμνήσεις αγοράζοντας δίσκους βινυλίου, των οποίων οι πωλήσεις αυξήθηκαν ραγδαία, μαζί με τις κυκλοφορίες νέων άλμπουμς, Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών σε βινύλιο, αλλά και με τη δημιουργία διαδικτυακών καταστημάτων αγοράς βινυλίων.
Τα δισκάδικα της Επαρχίας “ξαναπήραν ζωή”. Οι σύγχρονοι μουσικόφιλοι βρήκαν το πραγματικό νόημα στην ατάκα “αγοράζω μουσική”, ενώ σπουδαίο ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια δεν θα μπορούσε να μην έχει το διαδίκτυο. Ένα διαδίκτυο που, όσο η τεχνολογία προχωράει, τόσο αυτό (σε κάποιες γωνιές του) “επιμένει παραδοσιακά”. Δεν είναι λίγες οι διαδικτυακές ομάδες που προωθούν την αγορά μουσικής σε βινύλιο, καθώς ο αναλογικός ήχος του, η αισθητική των εξωφύλλων του αλλά και η γνώριμη, “γλυκιά” χροιά του αποτελούν μέρος ενός πραγματικού “τελετουργικού” κάθε φορά που ο ακροατής επιλέγει να ακούσει τη μουσική του, προσφέροντας στον εαυτό του μία “ιδιαίτερη” εμπειρία ακρόασης, χαλαρώνοντας με το αγαπημένο του άλμπουμ. Παράλληλα, ένας αγοραστής δίσκων βινυλίου επενδύει στην ποιότητα, αφού οι δίσκοι διατηρούν ένα μεγάλο μέρος της αξίας τους για μεταπώλησή τους σε πιθανό μελλοντικό αγοραστή, εφόσον πάντοτε διατηρηθούν σε αξιοπρεπή κατάσταση.
Ας μην αμφιβάλλουμε, λοιπόν.
Ένα είναι σίγουρο: το βινύλιο επέστρεψε.
Ή, καλύτερα:
το βινύλιο δεν έφυγε ποτέ.
Β.Κ.